βοτρυόεις

βοτρυόεις
βοτρῠό-εις, εσσα, εν,
A full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4;

κισσός AP9.363.12

(Mel.);

πλοχμοί A.R.2.677

;

δένδρεα IG14.1389

ii 10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βοτρυόεις — βοτρυόεις, εσσα, εν (Α) [βότρυς] ο γεμάτος σταφύλια …   Dictionary of Greek

  • βοτρυόεις — full of grapes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεν — βοτρυόεις full of grapes masc voc sg βοτρυόεις full of grapes neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεντα — βοτρυόεις full of grapes neut nom/voc/acc pl βοτρυόεις full of grapes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεντας — βοτρυόεις full of grapes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεντες — βοτρυόεις full of grapes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεντι — βοτρυόεις full of grapes masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεντος — βοτρυόεις full of grapes masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεσσαν — βοτρυόεις full of grapes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόεσσ' — βοτρυόεσσα , βοτρυόεις full of grapes fem nom/voc sg βοτρυόεσσαι , βοτρυόεις full of grapes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”